Celebrity News

Ραγίζει καρδιές το μήνυμα της Πέγκυς Ζήνα για τον Δημήτρη Μητροπάνο

Σαν σήμερα πριν από επτά χρόνια ο Δημήτρης Μητροπάνος έφυγε από τη ζωή. Η Πέγκυ Ζήνα που ποτέ δεν έκρυψε το θαυμασμό της και την αγάπη που είχε στο Δημήτρη Μητροπάνο, αλλά και πως η συνεργασία τους τους ένωσε κατά τέτοιο τρόπο που έγιναν σχεδόν οικογένεια, συγκινεί με την ανάρτηση της καθώς μοιράζεται τις σκέψεις της.

“Κάπως έτσι σε νιώθω πια βουνό μου…σε κάθε καλή και κακή στιγμή μου είσαι από πάνω μου..μ’ ακούς κ με προστατεύεις..αλλά μου λείπεις πολύ που δεν μπορώ να σ’ έχω δίπλα μου…?⭐️?”, έγραψε η τραγουδίστρια στον προσωπικό της λογαριασμό στο instagram.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Καπως ετσι σε νιωθω πια βουνο μου…σε καθε καλη κ κακη στιγμη μου εισαι απο πανω μου..μ ακους κ με προστατευεις..αλλα μου λειπεις πολυ που δεν μπορω να σ εχω διπλα μου…?⭐️?

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Peggy Zina (@peggyzina_official) στις

Σε παλαιότερη συνέντευξη της στο ogdoo.gr και στην Κίκα Α. Ρόκα η Πέγκυ Ζήνα έφερνε στη μνήμη της την τελευταία μέρα με τον Δημήτρη Μητροπάνο:

“Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ήμασταν μαζί και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα και πάρα πολλές στιγμές τα καλοκαίρια. Αυτό το τελευταίο Πάσχα, λοιπόν, που κανείς δε φανταζόταν ότι ήταν τελευταίο, ήταν μια ευτυχισμένη οικογενειακή συνύπαρξη στην αυλή του σπιτιού του, με πολλούς συγγενείς, με πολλά φαγητά, με την Ηλέκτρα να είναι 5-6 μηνών, να γκρινιάζει και να κλαίει. Εγώ είχα πάθει πανικό μέχρι να ηρεμήσω το μωρό για να κάτσω να φάω με την ησυχία μου τα πολύ νόστιμα πράγματα που είχε ψήσει ο Δημήτρης και είχε μαγειρέψει η Βένια κι εκείνος, με μια αφοπλιστική ηρεμία, κοιτούσε την Ηλέκτρα σαν να ήταν μια κοπέλα 20 χρονών και της έλεγε «τι συμβαίνει κυρία μου, τι τρέχει; Τι πρόβλημα έχουμε και γκρινιάζουμε;». Απορούσα με την ηρεμία του.

Την άλλη μέρα ταξίδευα για Κύπρο, όπου είχα τρεις συναυλίες, Δευτέρα, Τρίτη & Τετάρτη. Πήγα, έκανα τη μία και την άλλη μέρα το πρωί, στα καλά καθούμενα, μέσα στον ύπνο μου ένιωσα το Γιώργο να με τραντάζει, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τρόμαξα πάρα πολύ και δεν καταλάβαινα και τι μου λέει, γιατί μου μίλαγε με κλάματα. «Έφυγε το βουνό, έφυγε το βουνό, σήκω, φεύγουμε». Από εκεί και πέρα έχω ένα κενό, μέχρι να φτάσουμε στην Ελλάδα, στο σπίτι του. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι εκείνη την τελευταία Κυριακή τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα συνέβαινε. Το κακό για όλους εμάς. Γιατί αν ζούσε σήμερα ο Δημήτρης και τον ρωτούσε κάποιος πώς θα ήθελε να φύγει, σίγουρα θα απαντούσε «όρθιος». Δεν έφυγε σε κανένα κρεβάτι, δεν ήταν καλωδιωμένος, δεν ήταν άρρωστος πια, ήταν καλύτερα από ποτέ και αυτό που βασικά γιορτάζαμε εκείνη την Κυριακή του Πάσχα, ήτανε τα καλά νέα που είχαμε πάρει από τη Γαλλία (εννοεί τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων).

Αλλά, όταν οι άνθρωποι κάνουνε σχέδια, ο Θεός γελάει και ίσως να γελάει επειδή ξέρει περισσότερα. Μπορεί να πληγωθήκαμε όλοι εμείς και σίγουρα πολύ περισσότερο οι δικοί του άνθρωποι, αλλά μπορεί για κάποιους λόγους η ψυχή του να έπρεπε να ταξιδέψει εκείνη τη στιγμή, που ήταν ευτυχισμένος, πλήρης, στην κορυφή της καριέρας του, τη στιγμή που τον λάτρευε όλη η Ελλάδα, και νομίζω ακόμα ότι η ψυχή του θα χαίρεται, γιατί μετά από ‘κει και στη χώρα μας, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις, τα πράγματα πηγαίνουν όλο και χειρότερα. Δε ξέρω, ίσως όλο αυτό που λέω να είναι η δική μου άμυνα, ίσως να είναι οι δικοί μου τρόποι που ψάχνομαι πνευματικά για να μπορέσω να διαχειριστώ αυτές τις καταστάσεις.

Δεν συνηθίζεται, ποτέ η απώλεια. Κάθε χρόνο, απλά επιβεβαιώνω στον εαυτό μου ότι είναι ένας ακόμα σημαντικός άνθρωπος της οικογένειάς μου, που έχει φύγει -και δυστυχώς αυτές τις καταστάσεις τις ζω από 15 χρονών που έχασα τον πατέρα μου. Με το Δημήτρη ένιωσα ότι έχασα και τον καλλιτεχνικό μου πατέρα, γιατί όλα αυτά που μου πρόσφερε μέσα σε τρία χρόνια, κάνουν για είκοσι. Και ναι, δεν ξεπερνάς ποτέ καμία απώλεια αγαπημένου προσώπου. Απλώς, τον θυμάσαι και μ’ αυτό τον τρόπο ζει μέσα σου, ελαφραίνεις την ψυχή του αν τον θυμάσαι με χαμόγελο – δεν το καταφέρνουμε πάντα – και περιμένεις τη στιγμή που θα ξανασυναντηθείτε.”