Celebrity News
Η τελευταία συνάντηση με τη Νανά…- Απόσπασμα από την τελευταία αδημοσίευτη συνέντευξη της
Λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή, η Νανά Καραγιάννη, έδωσε συνέντευξη στη φίλη της δημοσιογράφο Ρομίνα Ξύδα για την εφημερίδα Πρώτο Θέμα. Η δημοσιογράφος, ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει ότι η καλή της φίλη δεν είναι στη ζωή και αυτήν την Κυριακή δημοσιεύει όλη την συνέντευξη της Νανάς στην εφημερίδα. «Μόνο φωτογράφο μη φέρεις. Έλα μόνη σου. Την ψυχή μου θέλω να σου ανοίξω. Φωτογράφισε αυτήν…», είχε πει η Νανά στη Ρομίνα λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή τόσο άδικα.
Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη της Νανάς:
Την Πέμπτη ήμασταν μαζί. Και μου έλεγε πόσο θέλει να ζήσει. Και με παρότρυνε να φάω ένα κομμάτι κρουασάν απ’ το δικό της «γιατί είσαι πολύ αδύνατη, κοντεύεις να με φτάσεις». Και μου άνοιξε την καρδιά της δείχνοντας μου, χωρίς την παραμικρή ντροπή, μία-μία τις πληγές που την οδήγησαν στην τραγική αυτή ασθένεια. Και μου υποσχέθηκε ότι θα με πάει για φαγητό στον Ωρωπό στην ταβέρνα της κολλητής της φίλης, της Λίας.
Πέθανε η Νανά. Το κακό μαντάτο γίνεται είδηση και η είδηση γεγονός σε μια ιστορία «μη αναστρέψιμη». Δεν ξέρω γιατί ήθελα τόσο εμμονικά, τόσο απόλυτα να συναντήσω τη Νανά. Ίσως επειδή «έκλεινε» δέκα χρόνια μάχης με την νευρική ανορεξία, ίσως γιατί πέρσι τέτοια εποχή έβγαλε γλώσσα στο θάνατο, ίσως επειδή εκνευριζόμουν κάθε φορά που την έκαναν πρώτο θέμα μόνο όταν όδευε προς στο τέλος και όχι προς την αρχή μιας νέας, αλλιώτικης ζωής. Ήθελα να είναι καλά η Νανά. Να την έχει σκαπουλάρει από την σκατοαρρώστια. Να βγάλω μέσα από τα χείλη και την ψυχή της την είδηση ότι όλα είναι εφικτά αρκεί να τα πιστέψεις και τα παλέψεις…
Η Νανά Καραγιάννη και η Ρομίνα Ξύδα στην τελευταία τους συνάντηση
Συναντηθήκαμε την περασμένη Πέμπτη. Σ’ ένα καφέ στα Κάτω Πατήσια: «Μόνο φωτογράφο μη φέρεις», μου είχε πει. «Έλα μόνη σου. Την ψυχή μου θέλω να σου ανοίξω. Φωτογράφισε αυτήν…». Φτάνω στο ραντεβού μας μία ώρα νωρίτερα, στις δέκα το πρωί. Νιώθω την ανάγκη για λίγο χρόνο μόνη μου, να ζυμώσω μέσα μου τις ατάκες και τις εικόνες της πριν το μεγάλο μας ραντεβού, πριν την μετατροπή του συναισθήματος σε ξερές δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Δεν προλαβαίνω. Την βλέπω να με περιμένει καθισμένη στην άκρη ενός κεντρικού τραπεζιού. Μπροστά της, ένας καφές κι ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Της δίνω το χέρι μου, το ακουμπάει απαλά _ τόση είναι η δύναμή της _ κι ύστερα μου λέει ότι πρέπει να φάω. Πως είμαι πολύ αδύνατη, ίδια με εκείνη. Δεν είμαι, αλλά η Νανά δεν το βλέπει. Δεν της χαλάω χατίρι. Παραγγέλνει κρουασάν, τυρόπιτες, «κι ό,τι άλλο έχετε γιατί πεινάμε». Μοιάζει να είναι καλά. Που και που τσιμπολογάει σαν πουλάκι, συνεχώς ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο: «Δεν θα το κόψω ποτέ. Μόνο αυτό μου έμεινε…».
Ξεκινάει να μιλάει μόνη της, χωρίς πλάνο, χωρίς ερωτήσεις. Για πρώτη φορά στη ζωή της είναι, λέει, καλά. Τον νίκησε τον σκατοθάνατο, πέρσι τέτοια εποχή, μέσα σε κάποιον θάλαμο εντατικής. «Δεμένη με είχαν γιατί όσο βρισκόμουν σε κώμα ένιωθα μια λάμψη να με τραβάει προς την πλευρά της κι εγώ ήθελα να πάω προς τα εκεί. Δεν θα ξαναμπώ στην εντατική. Προτιμώ να πεθάνω… Αν και δεν θέλω να πεθάνω όχι για το τομάρι μου αλλά για τη μάνα μου, για να μην λυπηθεί εκείνη…»